ενθλώ

ενθλώ
(Α ἐνθλῶ, -άω και ιων. τ. ἐνθλάω) [θλω]
κοιλαίνω κάτι πιέζοντας το προς τα μέσα, ενθλίβω, ζουλώ
αρχ.
εγχαράσσω, αποτυπώνω πάνω σε νόμισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ένθλαση — η και ένθλασμα, το (Α ἔνθλασις) [ενθλώ] η προς τα μέσα θλάση, η κοίλανση που προκαλείται από ισχυρή πίεση, το ζούλιγμα …   Dictionary of Greek

  • θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”